ἀπρίξ

ἀπρίξ
ἀπρίξ, Adv.
A fast, tight,

ἀ. ὄνυξι συλλαβών S.Aj.310

;

ἀ. ἔχεσθαι τοῦ κερδαίνειν Id.Fr.328

, cf. Theoc.15.68, Luc.Nec.5, Eun.VSp.475 B.;

τοῖν χεροῖν λαβέσθαι τινός Pl.Tht.155e

, cf. Plb.12.11.6;

ἔχειν χείρεσσι Theoc.24.55

;

δράξασθαι AP5.247

(Paul. Sil.).
II Subst., a kind of ἄκανθα (Cypr.), EM132.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απρίξ — ἀπρίξ επίρρ. (Α) σφιχτά, δυνατά …   Dictionary of Greek

  • ἀπρίξ — fast indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] …   Dictionary of Greek

  • επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… …   Dictionary of Greek

  • συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”